- ὤχρωμα
- ὤχρωμα, ατος, τό,A pallor, interpol. in Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ώχρωμα — ώματος, τὸ, Α ωχρότητα, κιτρινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + κατάλ. ωμα* (μέσω αμάρτυρου ρ. σε όω)] … Dictionary of Greek